κληρόνομος

κληρόνομος
κληρόνομ-ος, [dialect] Dor. [full] κλᾱρονόμος, , ([etym.] νέμομαι)
A heir, freq. the heir in possession, Is.1.44, Pl.Lg.923c; of the heir apparent, SIG884.53 (iii A.D.): c. gen. pers., Pl.Lg.923e, IG22.1623.117, Epicur.Fr.217, SIG953.65 (Cnidus, ii B.C.): c. gen. rei, Lys.32.23;

κληρονόμους τῶν αὑτοῦ καταστήσας Isoc.19.9

, etc.: metaph., κ. τῆς εὐνοίας, τῆς ἀτιμίας, Id.5.136, D.22.34; τῆς ὑπὲρ τῶν νόμων [δίκης] Id.21.20;

κλαρονόμος μοίσας τᾶς Δωρίδος Mosch.3.96

;

κ. καταλιπεῖν τινα Arist.Pol.1270a28

;

κ. γράφειν τινά AP11.171

(Lucill.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κληρονόμος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρονόμος — και κλερονόμος, ο, η, θηλ. και κληρονόμα (AM κληρονόμος, ό, Α δωρ. τ. κλαρονόμος, Μ και κλερονόμος) 1. το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που πήρε ή που δικαιούται να πάρει κληρονομιά (α. «είναι ο μοναδικός κληρονόμος τού θείου του» β. «κληρονόμους τών… …   Dictionary of Greek

  • κληρονόμος — ο θηλ. κληρονόμος και κληρονόμα 1. αυτός που παίρνει περιουσία με κληρονομιά: Πέθανε ο θείος του και πήρε όλη την περιουσία του, γιατί ήταν ο μόνος κληρονόμος. 2. τέκνο: Να αποχτήσετε καλούς κληρονόμους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κληρονόμω — κληρόνομος heir masc nom/voc/acc dual κληρόνομος heir masc gen sg (doric aeolic) κληρονόμος masc nom/voc/acc dual κληρονόμος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρονόμοις — κληρόνομος heir masc dat pl κληρονόμος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρονόμου — κληρόνομος heir masc gen sg κληρονόμος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρονόμους — κληρόνομος heir masc acc pl κληρονόμος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρονόμων — κληρόνομος heir masc gen pl κληρονόμος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρονόμῳ — κληρόνομος heir masc dat sg κληρονόμος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρονόμε — κληρονόμος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρονόμοι — κληρονόμος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”